- προσχρῶτα
- προσχρῶτα, Adv.A body to body (cf. συγχρῶτα), Artem.1.79 (πρόσχρωτα Hercher: v.l. πρὸς χρῶτα).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προσχρώτα — Α επίρρ. σώμα με σώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + χρῶτα (< αιτ. χρῶτα τού χρώς, χρωτός «δέρμα, επιδερμίδα»), πρβλ. συγ χρῶτα] … Dictionary of Greek